Σημεία από την τοποθέτηση του Τομεάρχη Παιδείας και εισηγητή του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, Διονύση Καλαματιανού, στο σ/ν για τον κατώτατο μισθό στην Διαρκή Επιτροπή Κοινωνικών Υποθέσεων
«Παγκόσμια ημέρα Ατόμων με Αναπηρία σήμερα και η Πολιτεία έχει να κάνει ακόμα πολλά για να διασφαλίσει τη συμπερίληψη και το δικαίωμα στην υγεία, στην εργασία, στην παιδεία, στην αυτόνομη διαβίωση, στον αθλητισμό, στον πολιτισμό. Ενδεικτική της κατάστασης που επικρατεί, είναι η καταγγελία της ΕΣΑμεΑ, που αναφέρει ότι το 78% των Ατόμων με Αναπηρία στην Ελλάδα, δυστυχώς αναγκάζεται να κόψει από τις βασικές ανάγκες για να μπορέσει να πληρώσει την ιατροφαρμακευτική του περίθαλψη. Και το κάνει αυτό, γιατί 800 και πλέον φάρμακα, με επιλογή της κυβέρνησης και του Υπουργού Υγείας, έχουν αυξηθεί κατά πολύ το τελευταίο διάστημα. Απαιτείται, λοιπόν, σεβασμός και διασφάλιση συνθηκών ισότητας, αλληλεγγύης και συμπερίληψης στα Άτομα με Αναπηρία.»
Σχετικά με το ότι το νομοσχέδιο της κυβέρνησης δεν πληροί τις απαιτήσεις της σχετικής Κοινοτικής Οδηγίας, τόνισε:
«Δώσαμε χρόνο στο αρμόδιο υπουργείο και στην κυβέρνηση να ενσωματώσουν ορθά την Κοινοτική Οδηγία, γιατί, προφανώς, το νομοσχέδιο που έχει έρθει για διαβούλευση και ψήφιση δεν εμπεριέχει όσα προβλέπει αυτή η Οδηγία. Χαρακτηριστικό είναι ότι στη συζήτηση με τους Φορείς, προέκυψε, ότι, ουσιαστικά, μόνο μια εργοδοτική οργάνωση συμφωνεί με την πρόταση της κυβέρνησης και πως όλες οι άλλες εργοδοτικές οργανώσεις -καθώς και οι εκπρόσωποι των εργαζομένων- είναι απέναντι στο νομοσχέδιο. Αυτό θα έπρεπε, τουλάχιστον, να σας ανησυχεί. Συνάγεται, λοιπόν, το συμπέρασμα ότι βλέπετε μια πραγματικότητα πίσω από παραμορφωτικούς φακούς που διαστρεβλώνουν την αλήθεια. Και η αλήθεια είναι ότι ουσιαστικά αυτή η ενσωμάτωση που φέρνετε, ακυρώνει το πνεύμα και το γράμμα της Οδηγίας. Στόχος της Οδηγίας είναι η διασφάλιση επαρκούς κατώτατου μισθού, ώστε να επιτυγχάνεται ένα αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης μέσα από διαβούλευση με τους κοινωνικούς εταίρους. Όταν διασφαλίζεται ένα αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης, μειώνεται η φτώχεια σε εθνικό επίπεδο και στηρίζεται η εγχώρια ζήτηση και κατανάλωση. Βεβαίως, ενισχύεται η αγοραστική δύναμη, εξομαλύνονται οι μισθολογικές ανισότητες και περιορίζεται η μείωση του εισοδήματος, ιδιαίτερα σε περιόδους οικονομικής κάμψης. Όλα αυτά, λοιπόν, είναι ξεκάθαρο ότι η Κοινοτική Οδηγία τα επιδιώκει μέσω των Συλλογικών Διαπραγματεύσεων, προτρέποντας, μάλιστα, τα κράτη-μέλη να ενισχύσουν τις Συλλογικές Διαπραγματεύσεις και την κάλυψη των εργαζομένων με Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας. Είναι γεγονός ότι οι Συλλογικές Διαπραγματεύσεις για τον καθορισμό των μισθών, είναι το βασικό εργαλείο και μέσο που έχουν οι εργαζόμενοι για να διασφαλίσουν την προστασία τους με επαρκείς μισθούς και κατά συνέπεια να εξασφαλιστούν αξιοπρεπή επίπεδα διαβίωσης για όλους.»
Ειδικότερα για το νομοσχέδιο, επισήμανε:
«Σύμφωνα με το άρθρο 17 της Οδηγίας, η ενσωμάτωση και η εφαρμογή της έπρεπε να έχει ολοκληρωθεί από τα κράτη-μέλη το αργότερο μέχρι της 15/10/2024, δηλαδή έχει παρέλθει η προθεσμία. Εσείς, αυτό που νομοθετείτε, ουσιαστικά θα λειτουργήσει από 1/6/2027, γι’ αυτό σας επισημαίνουμε ότι παραπέμπετε στις καλένδες ακόμα και αυτή τη λάθος νομοθέτηση που φέρνετε.
Το υπό ψήφιση νομοσχέδιο επαναθεσπίζει πρακτικά τη μνημονιακή απαγόρευση της διαπραγμάτευσης μεταξύ των κοινωνικών εταίρων για τον κατώτατο μισθό. Ισχυρίζεστε ότι υπάρχει διάταξη που δεν επιτρέπει τη μείωση του κατώτατου μισθού. Όμως, με νεότερο νόμο μπορείτε να αλλάξετε αυτόν τον επικείμενο νόμο, όπως ανάλογα κάνατε και το 2012. Και τότε υπήρχε διάταξη που απαγόρευε τη μείωση του κατώτατου μισθού, όμως, η κυβέρνηση, εισήγαγε διάταξη που μείωνε τον κατώτατο μισθό, προβλέποντας, μάλιστα και κατάπτυστο υποκατώτατο μισθό για τις νέες και τους νέους μας. Άρα, λοιπόν, δεν υπάρχει καμία κατοχύρωση, αφού η κυβέρνηση μπορεί με νεότερο νόμο να προβλέπει μείωση του μισθού.
Επίσης, το νομοσχέδιο αλλοιώνει τα κριτήρια της Οδηγίας για τον καθορισμό του κατώτατου μισθού και ημερομισθίου, ώστε στην πράξη να υπάρχουν μικρές αυξήσεις των μισθών -κάτω από τον πληθωρισμό- ή –χειρότερα- αναστολή αύξησής τους. Προβλέπεται ότι μπορεί να αναστέλλεται η αύξηση του κατώτατου μισθού και αυτό σε συνθήκες πληθωριστικές σημαίνει ότι οι εργαζόμενοι χάνουν. Είναι σαφές ότι το νομοσχέδιο δεν θεσμοθετεί την εφαρμογή της αυτόματης τιμαριθμικής αναπροσαρμογής και την τιμαριθμοποίηση των μισθών, όπως προτρέπει η Οδηγία στα κράτη-μέλη.
Καταψηφίζουμε, λοιπόν, το νομοσχέδιο, γιατί είναι βέβαιο ότι δεν θα επιτευχθεί ο βασικός στόχος της Οδηγίας, που είναι η κάλυψη των εργαζομένων από Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας σε ποσοστό 80%. Ο μόνος τρόπος για να γίνει αυτό, θα ήταν να επιστρέψει ο καθορισμός κατώτατου βασικού μισθού στους κοινωνικούς εταίρους με τη μορφή Εθνικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας, εσείς, όμως, δεν το θέλετε αυτό.
Είναι φανερό, λοιπόν, ότι η κυβέρνηση με το προτεινόμενο νομοσχέδιο, επιμένει στη συνέχεια των περιοριστικών μνημονιακών πολιτικών για τους μισθούς και αποφεύγει να ενσωματώσει βασικές αρχές της Οδηγίας. Είναι ένα νομοσχέδιο που στην πραγματικότητα παγιώνει τους χαμηλούς μισθούς, ανατρέπει κεκτημένα και βάζει ταφόπλακα σε διεκδικήσεις δεκαετιών για τον κόσμο της εργασίας.»
Για το τι χρειάζεται πραγματικά να συμβεί στο εργασιακό τοπίο, σημείωσε:
«Για να λειτουργήσει αναπτυξιακά ο κοινωνικός διάλογος, χρειάζεται να στηρίζεται στη δημιουργία κοινών διαδικασιών διαπραγμάτευσης σε πολλαπλά επίπεδα: σε τοπικό, σε κλαδικό, σε περιφερειακό, σε όμοιο επαγγελματικό και εθνικό. Με αυτό τον τρόπο, οι κοινωνικοί εταίροι μπορούν να συμφωνήσουν σε όρους που προσαρμόζονται στις ιδιαίτερα παραγωγικές συνθήκες του κάθε τομέα ή της περιοχής και έτσι να ενισχύεται η ανταγωνιστικότητα και η παραγωγικότητα της χώρας.
Δεν υπάρχει καμία δυνατή και ανταγωνιστική οικονομία που να μην έχει ένα ισχυρό πλαίσιο προστασίας των εργαζομένων, ένα ισχυρό πλαίσιο Συλλογικών Διαπραγματεύσεων, τουλάχιστον στην Ευρώπη. Αυτό είναι το ευρωπαϊκό μοντέλο, εάν θέλετε ακολουθήστε το.
Εμείς έχουμε ένα μοντέλο δίκαιης και βιώσιμης ανάπτυξης. Η ενίσχυση των εργαζομένων και της διαπραγματευτικής τους δύναμης είναι η μοναδική επιλογή. Αυτή αποτελεί τη βασική προϋπόθεση για μια πραγματική αλλαγή, για τη δίκαιη αναδιανομή του πλούτου υπέρ της κοινωνικής πλειοψηφίας. Στις προκλήσεις της εποχής μας, ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ απαντά με την προώθηση ενός παραγωγικού μοντέλου που όχι μόνο θα αναγνωρίζεται ουσιαστικά ο ρόλος της εργασίας αλλά θα την καθιστά ως κίνητρο και μοχλό ανάπτυξης. Σημείο εκκίνησης είναι η οικοδόμηση ενός σταθερού πλαισίου εργασιακών σχέσεων και η ενίσχυση της διαπραγματευτικής δύναμης και του διαθέσιμου εισοδήματος των εργαζομένων.
Ο προσδιορισμός των μισθών, οι Συλλογικές Συμβάσεις και οι αξιοπρεπείς συνθήκες εργασίας είναι καθοριστικές για τη δίκαιη αναδιανομή του εισοδήματος. Όλοι πρέπει να μπορούν να ζήσουν από τη δουλειά τους και να σχεδιάζουν ένα καλύτερο μέλλον. Όλοι έχουν δικαίωμα στην εργασία με αξιοπρεπείς όρους. Χρειάζεται να διασφαλιστούν οι ανθρώπινες εργασιακές συνθήκες, με σεβασμό στα δικαιώματα και στις προσωπικές ελευθερίες των εργαζομένων.»